- ὀλιγοψύχῳ
- ὀλιγοψύ̱χῳ , ὀλιγόψυχοςfaint-heartedmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολιγοψυχώ — και λιγοψυχώ 1. δεν έχω θάρρος, τόλμη. 2. νιώθω να λιποθυμώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολιγοψυχώ — άω (Α ὀλιγοψυχῶ, έω) βλ. λιγοψυχώ … Dictionary of Greek
ὀλιγοψυχῶ — ὀλιγοψυχέω to be faint pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀλιγοψυχέω to be faint pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγοψυχώ — και ολιγοψυχώ, άω (Α ὀλιγοψυχῶ, έω) [λιγόψυχος] 1. έχω έλλειψη θάρρους, είμαι δειλός («καὶ μὴ ὀλιγοψυχήσῃς ἐν τῷ κρίνειν σε», ΠΔ) 2. έχω τάση για εμετό ή για λιποθυμία αρχ. στενοχωρούμαι … Dictionary of Greek